φιλεφηβος

φιλεφηβος
    φιλέφηβος
    φιλ-έφηβος
    2
    любящий юношей Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φιλεφηβος" в других словарях:

  • φιλέφηβος — fond of youths masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλέφηβος — ον, Α αυτός που αγαπά τους εφήβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἔφηβος] …   Dictionary of Greek

  • ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»